γεροντικῶν

γεροντικῶν
γεροντικός
of
fem gen pl
γεροντικός
of
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γεροντίαση — η η πρόωρη εμφάνιση γεροντικών χαρακτηριστικών η οποία οφείλεται σε θρεπτικές διαταραχές ή ενδοκρινολογικές αιτίες …   Dictionary of Greek

  • αντιλοπίδες — (antilopidae). Οικογένεια μηρυκαστικών θηλαστικών. Πρόκειται για ζώα των οποίων το μέγεθος ποικίλλει, από αυτό του λαγού έως εκείνο του βοδιού. Έχουν συνήθως κέρατα χωρίς διακλαδώσεις και ζουν ομαδικά, εκτός των πολύ νέων και των γεροντικών που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”